- προσπέφυκε
- προσπέφῡκε , προσφύωcause to grow toperf imperat act 2nd sgπροσπέφῡκε , προσφύωcause to grow toperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφύω — ΝΜΑ [φύω] (συν. το μέσ.) προσφύομαι α) φυτρώνω πάνω σε κάτι («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», Αριστοτ.) β) είμαι δυνατά προσκολλημένος πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει 2. μτφ. συνδέω κάτι στενά με κάτι άλλο, προσαρμόζω… … Dictionary of Greek
νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… … Dictionary of Greek